ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ
Ως εκπαιδευτικοί πιστεύουμε πως καμιά προσέγγιση σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής δεν μπορεί και (δεν) πρέπει να γίνεται με όρους καφενείου.
Προσπαθώντας κανείς να αποκωδικοποιήσει το πρόγραμμα για την παιδεία του ΠΑΣΟΚ εντοπίζει δύο βασικά στοιχεία που περιέχονται σε κάθε σχετικό κείμενο, το τυρί (ένα γενικόλογο, ακοστολόγητο κατεβατό υποσχέσεων και δεσμεύσεων, που την επομένη της κατάληψης της εξουσίας καταλήγει στον κάλαθο των αχρήστων) και την φάκα (τους προσεκτικά διατυπωμένους όρους για τις πραγματικές προθέσεις). Το πακέτο συνήθως προσφέρεται περιτυλιγμένο με περισσή ρητορική για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης και την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού.
Προσπαθώντας να «ξεκλειδώσουμε» το πρόγραμμα, θεωρούμε ότι πρέπει να σταθούμε αρχικά στη θεωρητική πλαισίωση, στο τι παίζεται σχετικά με την εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Καθώς καμιά προσέγγιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδεολογικά ουδέτερη, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά στην εξουσία, η οποία μέσω του κράτους ελέγχει και το εκπαιδευτικό σύστημα. Καθορίζει τις προτεραιότητες και τις κατευθύνσεις, προς όφελος όσων την κατέχουν (κυρίαρχη τάξη) και επιδρά μέσω της εργατικής δύναμης στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων.
Η εκπαίδευση ως μέρος του εποικοδομήματος του κράτους προσδιορίζεται -ως ένα βαθμό από τις εξελίξεις της οικονομίας και δη της παγκοσμιοποιημένης. Οι κανόνες λειτουργίας της οικονομίας και της αγοράς εργασίας και η επί παραγγελία παραγωγή αποφοίτων επιδιώκεται να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο πλαίσιο της Ε.Ε, όπου παρατηρείται αυξημένη ζήτηση, ποσοτική και ποιοτική εκπαιδευτικών υπηρεσιών, (αρχικής και δια βίου μάθησης), αυτή η διαδικασία είναι σχεδιασμένη και προγραμματισμένη κεντρικά και επιχειρείται να εφαρμοστεί σταδιακά αλλά ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη. Αναφέρεται ως σύγκλιση ή εναρμόνιση και βασικό χαρακτηριστικό της ως προς την εκπαίδευση είναι η σύνδεσή της με την αγορά εργασίας, η συρρίκνωση της σχετικής αυτονομίας της, η ένταση στην ιδιωτικοποίηση του κόστους, η περικοπή των εκπαιδευτικών δαπανών, η συρρίκνωση των διαδικασιών εκδημοκρατισμού. Πρακτικά αυτό επιχειρείται μεταξύ των άλλων με την παραγωγή κοινών προγραμμάτων σπουδών, κοινών μεθόδων επιλογής, επιμόρφωσης, (βλ. ΕΠΕΑΕΚ), εργασίας και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Η αυξημένη ζήτηση για εκπαίδευση, καθώς αναγνωρίζεται από όλους η σύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και ανάπτυξης και η μειωμένη διάθεση κρατικών πόρων συνιστούν μιαν αντίφαση. Εναλλακτικές λύσεις αποτελούν η μείωση των δαπανών και η εύρεση συμπληρωματικών πόρων από την ιδιωτική αγορά, η υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και τέλος η αύξηση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Η επιλογή της μείωσης των δαπανών και η επιβολή της ομοιομορφίας επιχειρείται να νομιμοποιηθούν κυρίως με το πρόταγμα της ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ (μετρήστε πόσες φορές αναφέρονται στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ). Αυτά με τη σειρά τους παραπέμπουν στην έμμεση δυσφήμηση και καταγγελία του αναποτελεσματικού δημόσιου σχολείου, του αδιάφορου και ακατάλληλου εκπαιδευτικού και του αμόρφωτου και παραβατικού μαθητή.
Από την απάντηση στο ερώτημα ποιος αποφασίζει για το περιεχόμενο και τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας, προκύπτει ότι τέτοιες προσεγγίσεις δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερες. Προέρχονται από την οικονομική ανάλυση και μεταφέρονται άκριτα στην εκπαίδευση, όπου «οι καταναλωτές εκπαιδευτικού αγαθού» θα επιλέγουν, τις «καλύτερες εκπαιδευτικές υπηρεσίες που προσφέρουν τα διάφορα σχολεία», κάτι που θα καλλιεργεί τον ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ μεταξύ τους, βελτιώνοντας αυτόματα την ποιότητα της εκπαίδευσης(;;;).
Εκτός από τον ανταγωνισμό μεταξύ των σχολείων αμφισβητούν και την προγραμματική θέση «εκπαίδευση για όλους», καθώς υποστηρίζουν ότι δεν αποτελεί δημόσιο αγαθό, αλλά ατομικό δικαίωμα. Πρόκειται για νεοφιλελεύθερες απόψεις που ενισχύουν μορφές ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, περιορίζουν την κρατική χρηματοδότηση και υποβαθμίζουν ή ακυρώνουν εκπαιδευτικούς θεσμούς που εξασφάλιζαν αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η προσπάθεια «αντικειμενικής» μέτρησης του σχολικού χρόνου. Με το πρόσχημα της επιδίωξης ενιαίων και ομοιόμορφων εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων και της παροχής ίσων ευκαιριών σε όλους, χρησιμοποιείται για την μέτρηση της εργασίας, την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών και παιδαγωγικών σχέσεων και για την αύξηση της παραγωγικότητας. Καθώς τίθεται επίμονα το ερώτημα «πότε» και «πόσο», αγνοώντας το κυριότερο ερώτημα του «γιατί», μένει στο απυρόβλητο το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων, σαν να είναι ουδέτερο. Αγνοούνται οι διαφορές της αίσθησης του χρόνου που έχει τα άτομα ανάλογα με την κοινωνική προέλευση και τη βιωμένη εμπειρία. Παράλληλα με την «ουδέτερη» εκπαιδευτική πράξη εξελίσσεται και η διαδικασία εγχάραξης και διαμόρφωσης πρότυπων πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς στους μαθητές, (έλεγχος του χρόνου από την ιεραρχία, κατακερματισμένη σχολική γνώση, συμμόρφωση και παθητική στάση για την επίτευξη της επιτυχίας).
Στη χώρα μας, που η διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος χαρακτηρίζεται ως συγκεντρωτική & ιεραρχική, αυτές οι πολιτικές επιδιώκεται να εφαρμοστούν μέσα από την περαιτέρω συγκεντροποίησή του. Αρκετοί μελετητές κάνουν λόγο για προσπάθεια ανάπτυξης μιας υψίστου βαθμού τυποποίησης και ποσοτικοποίησης του εκπαιδευτικού έργου, που θα βελτιώνεται διαρκώς από την αξιολόγηση. Εκτιμούν πως αυτό το μοντέλο τείνει προς το επανεμφανιζόμενο μοντέλο της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, που πλέον αποκαλείται νέο-τεϋλορισμός. Οργανωτικά παρουσιάζει: τυποποίηση διαδικασιών της εκπαιδευτικής πράξης, λεπτομερή περιγραφή εργασιών και χρήσης χρόνου, λήψη αποφάσεων στην κορυφή της ιεραρχίας, αυξανόμενους και αυστηρότερους έλεγχους, εποπτεία και αξιολόγηση μέσω δεικτών, χρήση εξωτερικών «ειδικών» για εκπαιδευτικά θέματα.
Ο συγκεντρωτισμός του συστήματος ενισχύεται και από τη διευρυμένη εκχώρηση εξουσιοδότησης από την νομοθετική στην εκτελεστική εξουσία να νομοθετεί, μέσω προεδρικών διαταγμάτων και εγκυκλίων που εξειδικεύουν νόμους κατά περίσταση. Η παραγωγή πολυάριθμων διατάξεων οδηγεί στην πολυνομία, σε ετερόκλητες, ασαφείς και συχνά αντιφατικές ρυθμίσεις, που δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο διαρκούς ερμηνείας και χάους.
Αυτή η κατάσταση όμως επιτρέπει στο ΥΠΕΠΘ να ρυθμίζει ουσιώδη θέματα και βοηθά την διαπραγμάτευση με κοινωνικές ομάδες για την ικανοποίηση συμφερόντων τους, διευκολύνοντας την άσκηση «πελατειακής» πολιτικής.
Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το αλισβερίσι διαδραματίζει η εκάστοτε κυβερνητική παράταξη, που παρέχει μια διευρυμένη νομιμοποιητική βάση για τις αποφάσεις του, αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στο κράτος και στους εκπαιδευτικούς που εκπροσωπεί.
Είναι προφανές πως ούτε το φρέσκο πρόγραμμα για την παιδεία του ΠΑΣΟΚ, ούτε αυτό της Νέας Δημοκρατίας, ξεφεύγουν στις βασικές τους αρχές από τις παραπάνω ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΕΣ» κατευθύνσεις. Οι όποιες διαφορές εντοπίζονται από εδώ και πέρα, δηλαδή στην υλοποίησή τους σε εθνικό επίπεδο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εκτιμούμε ότι πρέπει να επιχειρηθεί οποιαδήποτε ανάλυση, των επί μέρους σημείων, του εν λόγω προγράμματος παιδείας.
Εκτός….
Εκτός αν για κάποιους όλα αυτά είναι περιττά και τρέχουν να «περάσουν» το πρόγραμμα στον κλάδο, ράβοντας παράλληλα - με τις ευλογίες του Αγίου - κι από ένα κοστουμάκι .
Η "Πρωτοβουλία" αποτελεί μια ανοιχτή συλλογικότητα εκπαιδευτικών, που δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά στην ΕΛΜΕ Βοιωτίας.
Εκπρόσωποι της ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ:
ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ
ΕΛΜΕ Βοιωτίας: Γεωργαντά Ελίζα, Γραμματέας, 6976438415,el_georganta@yahoo.gr
Πάγκαλος Γιάννης, Μέλος, 6974066489, gianpagalos@yahoo.gr
ΠΥΣΔΕ Βοιωτίας:Αλεξίου Χρήστος, 6974977042,chrisalexiou1@hotmail.com
Α-ΠΥΣΔΕ Στερεάς Ελλάδας: Φίλος Γιώργος, 6936803774,giorgosfilos2003@yahoo.gr
Τετάρτη 8 Απριλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου